- εὐδιαφθορώτεροι
- εὐδιάφθοροςeasily destroyedmasc nom/voc comp pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευδιάφθορος — εὐδιάφθορος, ον (Α) 1. αυτός που φθείρεται εύκολα 2. (για τροφή) αυτός που σαπίζει, που χαλάει εύκολα 3. αυτός που δωροδοκείται εύκολα («εὐδιαφθορώτεροι γὰρ ὀλίγοι τῶν πολλῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαφθορος (< διαφθείρω), πρβλ. α… … Dictionary of Greek